- ιερονόμος
- ἱερονόμος, ὁ (Α)στον πληθ. οἱ ἱερονόμοια) ιεροδιδάσκαλοιβ) (στη Ρώμη) αρχιερείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερονομώ — ἱερονομῶ, έω (Α) [ιερονόμος] είμαι ιερονόμος* … Dictionary of Greek
Понтифекс — (Pontifes, ίεροδιδάσχαλος, ίερόνομος, ίεροφύλαξ, ίεροφάντης) Понтифексы (или понтифики) составляли в древнем Риме коллегию sacerdotes publici populi Romani, имевшую высший надзор за отечественным культом. Происхождение коллегии относится к… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Pontifex maximus — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… … Deutsch Wikipedia
Summus pontifex — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… … Deutsch Wikipedia
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek